Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Γεννήθηκα σε σαρακατσιάνικο καλύβι.....


Απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο του Νίκου Κατσαρού «Οι αρχαιοελληνικές Ρίζες του Σαρακατσιάνικου Λόγου».


Γεννήθηκα σε σαρακατσιάνικο «καλύβι». Οι γονείς μου και οι πρόγονοί τους είχαν δικό τους τσελιγκάτο. Ο παππούς μου, ο Μητρούλας Κατσαρός, ήταν ονομαστός Αγραφιώτης τσέλιγκας. Οι γονείς της μάνας μου ήταν Σαρακατσιάνοι Ασπροποταμίτες. Έφυγαν από την Κρανιά Ασπροποτάμου το 1923 για να ακολουθήσουν τον πλάνητα βίο των γονέων τους ανά τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.

Κοιμήθηκα ως μωρό στη «σαρμανίτσα», που δεν ήταν άλλο από ένα «σαμάρι» ανάποδα. Μεγάλωσα σε σαρακατσιάνικη «στάνη». Έζησα τη ζωή του τσελιγκάτου και της στάνης. Έζησα τη ζωή του μετακινούμενου Σαρακατσιάνου από τα «χειμαδιά» στα «ξεκαλοκαιριά» και το αντίστροφο με το σχηματισμό ενός μεγάλου «καραβανιού» από φορτωμένα άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, άλλους καβάλα και άλλους περπατώντας. Είδα να φορτώνεται όλη η οικοσκευή, τα «σαίια» στα ζώα, μέσα σε μεγάλα «χαράρια» (ριγωτά τσουβάλια) που δένονταν στις δύο πλευρές του σαμαριού. Ήταν οι «μεριές». Ενώ όσα περίσσευαν από τα «σακιά» έμπαιναν «πανωγόμι» και «πανωσάμαρα».

Παρακολούθησα την προετοιμασία, το «σαμάρωμα» των ζώων που θα έκαναν τη μεταφορά, με το γερό σφίξιμο της «ίγκλας» ή της «ζώστρας» γύρω από τη μέση του ζώου, την «πστιά» ή το «πιστάρι» να πιάνεται στους μηρούς των πίσω ποδιών, το «κωλάνι» ή το «κουσκούνι» να πιάνεται στην ουρά, για να μη μετακινείται προς τα μπροστά το σαμάρι στην κατηφόρα, τις «μασκαλήθρες» ή «μασκαλίτσες», που στερέωναν το σαμάρι δένοντάς το σφιχτά στο σαμάρι του ζώου περνώντας κάτω από τα μπροστινά του πόδια, τις «μασχάλες» δηλαδή, και να μη γλιστράει το σαμάρι προς τα πίσω στις ανηφόρες, τις «σκάλες» για να πατούν και να ανεβαίνουν ευκολότερα οι καβαλαραίοι. Μπήκα καβάλα και ο ίδιος και «πανωσάμαρα», όταν ήμουν μωρό αλλά και «πισωκάπουλα» όταν έγινα μεγαλύτερος. Καβαλίκεψα άλογο «ξεσαμάρωτο» κρατώντας το από τη «χαίτη» και θηλυκώνοντας τα πόδια μου στις μπροστινές του «μασχάλες» για να μη με γκρεμίσει. Είδα τα φορτωμένα άλογα ή και τα ξεσαμάρωτα ακόμη «συγκαιριασμένα» να ακολουθούν το ένα το άλλο. Έζησα το «ξάφνιασμά» τους, το «γκρέμισμα» του φορτίου, τις φωνές και τις βρισιές για την ατυχία και το ξαναφόρτωμα. Περπάτησα «σιαμπροστά» με τα μικρά παιδιά, τις γιαγιές και τους παππούδες, όταν δεν μας έφταναν τα ζώα για να μετακινηθούμε κα ή για να τα «ξαποστάσουμε» στις μεγάλες διαδρομές, όταν δηλαδή «κονάκια» ήταν μακριά το ένα από το άλλο. Βοήθησα και εγώ στη μετακίνηση των αδύνατων ζώων που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν το κοπάδι. Είδα αυτά τα «γηροκόμια» να μένουν πολλές φορές στο δρόμο. Ξαπόστασα όταν μας έφθανε το «καραβάνι» και με φιλοξενούσε κάποιο ζώο «πανωσάμαρα» δίπλα στα «πανωγόμια» ή πάνω στα καπούλια.

Κοιμήθηκα το βράδυ στην υφαμένη στον αργαλειό «τέντα». Την τοποθετούσαμε πάνω στο «τεντόξυλο». Εκείνο στηριζόταν σε δύο φούρκες και τα «πλαϊνά» της σε πολλές «φουρκούλες» που «μπήχνονταν» στο έδαφος και πιάνονταν στις θηλιές της τέντας. Έκοβαν τον αέρα οι πλευρές της «τέντας» και το πίσω «άνοιγμά» της το ειδικό πίσω κομμάτι της τέντας και τα «χαράρια» με τα «σαίια» που έμπαιναν το ένα πάνω στ’ άλλο. Η σαρακατσιάνικη τέντα ήταν άσπρη με πρόβειο και γίδινο μαλλί. Δεν έβαζε μέσα σταγόνα νερό και για να μη «βάζει» και από τα πλάγια ή από πίσω ή από μπροστά σκάβαμε γύρω της ένα μικρό χαντακάκι που μάζευε και τα νερά της «τέντας», αλλά και τα άλλα νερά της βροχής. Το δάπεδό της στρωνόταν παχιά με «τσιόλια» και «βελέντζες» και πολλές φορές με κλαδιά και χόρτα, για να ‘ναι ξερό και ζεστό.

Είδα τους γονείς μου να φκιάνουν το καλύβι τους και τους βοήθησα. Είδα τον πατέρα μου να χαράσσει έναν κύκλο κρατώντας ένα σκοινί δεμένο σε ένα ξύλο στο κέντρο ενός κύκλου. Να «μπήχνει» στην περίμετρο του κύκλου τα μπηχτάρια, να φκιάνει το «στεφάνι» της κατσιούλας και να δένει εκεί άλλα μακριά «λούρα». Να τα «αδερφώνει» μετά με τα «μπηχτάρια» δένοντάς τα με ιτιές, τσιμπούκια, «ριζιμιές» οξιές. Να τα «χαρτώνει» μετά σχηματίζοντας το σκελετό και να τον σκεπάζει με το «σάλωμα», «δομό» - «δομό», φροντίζοντας πάντοτε στην κατσιούλα του καλυβιού να βάλει τον ξύλινο σταυρό. Παρακολούθησα την «κατασκευή» της «λισιάς» για το κλείσιμο της «ρούγας» του καλυβιού. Είδα με πόση προσοχή γίνονταν τα «πεζούλια».

Έζησα μέσα στην καλύβα. Ζεστάθηκα στη «βάτρα» καθισμένος σταυροπόδι στο έδαφος πάνω στο «τσιόλι», κοντά στον «πυρομάχο» και στα δύο «γωνολίθια». Τα είδα και μερικές φορές να σκάζουν από την πολλή φωτιά. Είδα την «πυροστιά» πάνω στη «θράκα» και πάνω της την «κουτρουλή» για το βράσιμο του φαγητού. Παρακολούθησα το ψήσιμο της «πίτας» το σκέπασμα του «σνιού», που την είχε μέσα, με τη «γάστρα». Στηριζόταν εκείνη στον «κοθράκο» που κυκλικά περιόριζε τη «βάτρα». Είδα τη μάνα μου να πιάνει τη γάστρα με το «ξυθάλι», να ξεσκεπάζει το «σνί» για να δει αν ψήθηκε η πίτα και να το ξανασκεπάζει. Άκουσα το «χούχλο» της «κουτρουλής» και είδα το ανακάτωμα του περιεχόμενού της με το «χλιάρι» ή την ξύλινη «χλιάρα» ή «κουτάλα». Είδα τη μάνα μου να «παλαμίζει» το δάπεδο, τα «πεζούλια» και τα πλευρά της καλύβας με λάσπη για λόγους καθαριότητας, αλλά και για να εμποδίζεται να μπαίνει μέσα ο κρύος αέρας, τα «ζούδια» και τα «ζούμπερα». «Πύρωσα» «πυρωμάδες» στη «βάτρα» και όταν κοκκίνισαν έβαλα πάνω τους «λίπα» ή τις έφαγα με «τουλουμίσιο» ή «τομαρίσιο» τυρί, «κλωτσοτύρι» ή «μτζήΘρα». Ήπια νερό απ’ τη «βαρέλα» με το «τσκάλι» και γέμισα απ’ αυτή τη «φτσέλλα» για να την πάρει ο τσοπάνος γεμάτη στα «πρότα».

Είδα τη μάνα μου να ετοιμάζει τον «τρουβά» του πατέρα μου, που θα πήγανε να φυλάξει το «στερφοκόπαδο» ή τα «γαλάρια». Έβαζε μέσα το «τυρολόι» ή το «κλειδοπίνακο» γεμάτο «τουλουμίσιο» τυρί, ψωμί και μερικά κομμάτια «σκυλόψωμα». Δεν παρέλειπε όμως να γεμίσει και το «γαλοδέρματο» με γάλα και γιαούρτι. Άκουσα τα μεσάνυχτα να γίνεται ο «σκάρος» του κοπαδιού, να «ουρλιάζει» ο λύκος, να «αλυχτούν» τα σκυλιά, να «χουχουτάει» και να «σιουράει» ο τσοπάνος. Ξενύχτησα και ο ίδιος το κοπάδι και έμεινα άυπνος γιατί όλη τη νύχτα «προγκούσε» το κοπάδι και φοβόμουν μην αρπάξει κανένα πρόβατο ο λύκος. Είδα το κοπάδι τις καλοκαιρινές μέρες, το απογευματάκι συνήθως, να «αλατίζεται» στις «αλαταριές». Άκουσα από τον τσοπάνο το συνθηματικό σφύριγμα-κάλεσμα των προβάτων στην αλαταριά. Είδα το κοπάδι να τρέχει σαν παλαβό όταν ένιωθε ότι πλησίαζε στην αλαταριά και μετά το «αλάτισμα» να τρέχει στο ποτάμι ή στις «μπάρες» ή τις «λούτσες» για να σβήσει τη δίψα του.

Άρμεξα «καλαμοβύζες» και «τσιμπεροβύζες» προβατίνες και με ξεχέριασαν όσες τραβούσαν πολύ και όσες κλωτσούσαν. Είδα τις «ντουμασιάρες» να μη θέλουν να περάσουν για άρμεγμα, ή να πηδούν τους φράχτες του μαντριού ή να πηδούν πάνω από τους αρμεχτάδες. Μάλωσα με το παιδί που δεν «κεντούσε» καλά και αργούσαν να περάσουν για να αρμεχτούν τα πρόβατα. Μετέφερα το «καρδάρι» γεμάτο γάλα πάνω στο κεφάλι μέχρι το τυροκομείο ή το μετάγγισα με τον «κούτλα» από το «καρδάρι» στο δοχείο μεταφοράς του.

Κούρεψα αρνιά και πρόβατα και είδα τη μάνα μου να μα ζεύει σε «ποκάρι» τα μαλλιά του κάθε πρόβατου ή να μαζεύει το «αρνοπόκι» όλο μαζί, να ξεχωρίζει το «φλώρο» μαλλί από το «λάιο», να κρατεί στην άκρη και να ξεχωρίζει όσο προόριζε για τα «αγέννωτα», και τα «γεννωμένα», τα «μαλλιότα», τις «βελέντζες» κ.λπ. που θα ύφαινε στον αργαλειό. Κούρεψα γίδες και τράγους στην ειδικά προορισμένη για τη δουλειά αυτή «διχάλα» και είδα τη μάνα μου να μαζεύει το «τραγόμαλο» και να ξεχωρίζει από αυτό όσο ήθελε για τις «τέντες», τα «τσιόλια» και τις «κάπες». Την είδα στη συνέχεια να πλένει τα μαλλιά, να μη χύνει τον «πίνο», να τα «ξαίνει» με τα «λανάρια», να γνέθει την «τλούπα» γεμίζοντας με «γνέμα» το αδράχτι που στριφογύριζε με τη βοήθεια του «σφοντυλιού». Ακολουθούσε το μάζεμά του στη «βάντα» το βάψιμο, το «κουβάριασμα», το «ίδιασμα» του «διασιδιού» και η ύφανσή του στον αργαλειό. Το «αντί», τα «μτάρια», οι «πατήθρες», η «σαίτα» τα «καρούλια», ήταν τα κύρια όργανα του αργαλειού, που μετέτρεπαν το «στημόνι» και το «υφάδι» στο ύφασμα, που ήθελε η μάνα μου.

Φύλαξα ο ίδιος τα πρόβατα. Τα είδα να «ροβολούν» ήσυχα - ήσυχα βόσκοντας, να «σκαπετούν» σε κάποιον αυχένα και να εξαφανίζονται σαν να τα κατάπινε η γη. Τα «σαλάγησα» για να φθάσουμε γρηγορότερα στο μαντρί. Τα «στόμωσα» για να βοσκούν καλύτερα και εκεί που ήθελα εγώ. Τα είδα να «μαρκηώνται» στο «στάλο», να «λαϊάζουν» το βράδυ όταν κοιμόνταν και να ακούγεται μόνο το ομαδικό αναμάσημα της τροφής τους. Είδα μερικά πρόβατα να «φιδιάζονται» και τον τσοπάνο να τρυπάει με βελόνα το φιδιασμένο μέρος, να το πιέζει απ’ όλες τις πλευρές για να βγει το δηλητήριο μαζί με το αίμα και μερικές φορές να ρουφάει το φιδιασμένο μέρος και να φτύνει τα υγρά που έβγαιναν. Άλλα να είναι «βούρλα» και να γυρίζουν ασταμάτητα γύρω-γύρω. Παρακολούθησα εγχείριση του βούρλου, κόψιμο του κρανίου εκεί που ήταν πολύ μαλακό, αφαίρεση της «τρέλας», που ήταν μια κύστη γεμάτη άσπρα σπυριά και ράψιμο πάνω στην τρύπα του κομματιού του κόκαλου που αφαιρούσαν και ενός μάλλινου υφάσματος. Ξεχώριζα γρήγορα ποιες προβατίνες ήταν η «μπροσνέλα» του κοπαδιού και ποιες η «κοντνέλα», ποιες οι «μαρμάρες» και ποιες τα «γηροκόμια». Γνώριζα τα σημάδια τους στα αυτιά, τα «πισωκλείδικα», τα «μπροστοκλείδικα», τα «φουρκάφτκα», όσα είχαν «κόκκα» ή «ξουραφιά», τα «τρυπάφτκα» τα «κουτσιάφτκα». Μου άρεσαν πιο πολύ τα «κάλεσια» πρόβατα και τα «ορθοκέρατα» γίδια. Τα «πισωκέρατα» μου φαίνονταν πιο ήσυχα και πιο αδύναμα.

Ο πατέρας μου ήταν καλός στην ξυλογλυπτική. Σκάλιζε πολύ καλές «κλείτσες», «ρόκες», «σφοντύλια», «αδράχτια», «σαΐτες», πελεκώντας πολύ επιδέξια το «πυξάρι» ή το πουρνάρι ή τον κέδρο. Είχε όλα τα ξυλογλυπτικά του εργαλεία, «ξουράφια», «κοπίδια», «μαχαίρια», «τρυπητήρια» μαζί με τον καπνό του, μέσα στην «τραγαζίκα» για να μη σκουριάζουν. Μου έκανε εντύπωση πάντοτε το «ίσιασμα» του στραβού «κλειτσόξυλου» όταν το ζέσταινε και το «καψάλιζε» στη φωτιά και όταν το «πλάκωνε» με κάποιες «πλακανήθρες» ζεστό, όπως έλεγε, ήταν κατάλληλο για να «ισιάσει». Η τέχνη στην «κλείτσα», όπως έλεγε, ήταν να πετύχεις το άνοιγμα που άφηνε εκείνη, όταν έμπαινε στο κλειτσόξυλο, να είναι 1,5 περίπου πόντος για να «πιάνει» το πρόβατο από το πόδι, κλείνοντάς το μέσα στο άνοιγμά της.

Είδα να «φκιάνεται» το μαντρί με «λισιές» ή με «δεματσούλες». Γνώρισα και τα κλειστά μαντριά και τις «κόρδες» και τα πρόχειρα. Παρακολούθησα το «πάτωμα» και το «ξεπάτωμά» τους. Άκουσα τον πατέρα μου κατά το δέσιμο του σκελετού να ζητεί απ’ αυτόν που τον βοηθούσε να «νταϊαντήσει» για να το δέσει καλύτερα. Είδα να στρώνεται με «βούζια», που τα μεταφέρνουν στην πλάτη τους «ζαλίκι» οι γυναίκες. Φύλαξα και ο ίδιος τα άλογα της στάνης. «Πεδούκλωνα» κάποια από αυτά για να μην απομακρύνονται πολύ. Κάποτε έδενα και ορισμένα με το «αλτάρι». Τα έβαλα στον «ουβουρό» για να κοιμηθούν. Με κλώτσησε κάποιο όταν ήθελε να το «καλλιγώσει» ο πατέρας μου και εγώ του πήγα τη σακκούλα με τα «καλλιγοσφύρια» και τα «πέταλα» γιατί το πλησίασα πολύ «σμα». Δάγκωσε τον πατέρα μου ένα από τα άλογά μας όταν θέλησε να του κόψει το «λάγανο» και ένα σκυλί όταν θέλησε να το «μουνουχίσει».

Άναψα φωτιά με «πρυόβολο», «στουρνάρι» και «ίσκνα» και με λίγα «προσανάμματα». Έφκιασα «ξυγγοκέρι» μόνος μου και έβαλα φωτιά και σε βρεγμένο κέδρο, μόνο με λίγα ξερά «σπλόνια» και «σπερδούκλια».

Έφαγα «γιομίδια» με «μεσαρκά» από τα πρόβατα «ξυνόγαλο» από το «γαλατσάκι» ή από τη «βούρτσα», χτυπώντας ο ίδιος την «κορφή» που είχε με το «βουρτσόξυλο». Έφαγα «νυρστά», «καπετάνο», «στριφτόπτα», «ψαρόπτα», «λαχανόπτα», «γαλατόπτα», «ζμάρι», «κουσμάρι», γάλα «ίγκυρο», «τραχανά», «χυλό», που ήταν «χλιος» και δεν με έκαψε στο στόμα. Βρέθηκα μακριά από τη στάνη και με έκοψε «λόρδα» από την πείνα και «λίμαξα» για μια «χαψιά» ψωμοτύρι. Πέταξα αγανακτισμένος τη «φολλίνα», όταν είδα ότι δεν έχει ούτε ένα σπυρί τυρί. «Χάλεψα» ένα κομμάτι ψωμί από το «σύντροφό» μου στο κοπάδι. «Μάργωσα» όταν αναγκάσθηκα να κοιμηθώ βρεμένος και «χαύδωσα» στη φωτιά για να μπορέσω να στεγνώσω. «Χάβωσα» όταν είδα ένα ανθρώπινο «κφάρι».

Έπαιξα «τριότα», «ενηάρα», «φίτσια» με «αμάδα», «σκλαβάκια», «σέγκια», «γιαλάκα», «γρούνα».

Έζησα γενικά τη σαρακατσιάνικη νομαδική ποιμενική ζωή σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια!!!

Την έζησα στο μεταίχμιο της αστικοποίησής της, που άρχισε μετά το 1950. Την έζησα πολύ γεμάτα. Μέχρις ηλικίας 11 ετών δεν έμεινα ποτέ σε χωριό. Η ζωή μου μοιραζόταν από στάνη σε στάνη. Τα τραγικά γεγονότα της δεκαετίας 1940 - 1950 το διώξιμο της οικογένειάς μου από το ανταρτοκρατούμενο Άνω Αργυροπούλι και Βέρμιο, η αναγκαστική εγκατάστασή της στον κάμπο, με έφεραν σε επαφή με έναν άγνωστο σχεδόν κόσμο, που τον ζήλευα παρά ταύτα. Τα παιδιά μάθαιναν γράμματα και εγώ τα αγαπούσα πολύ. Ήθελα να σπουδάσω. Παρακολούθησα σε σχολείο μόνο την έκτη Δημοτικού. Είδα σχολείο με τοίχους, με θρανία, με πίνακες, με αληθινό δάσκαλο, με μαθήματα γεωγραφίας, φυσικής πειραματικής, θρησκευτικών κ.λπ. Το περίεργο είναι ότι παρά ταύτα εκείνη τη χρονιά αρίστευσα. Πήρα 10 με τόνο. Και αυτό γιατί «ρουφούσα» στην κυριολεξία όσα άκουγα από τη δασκάλα μου, πεθερά σήμερα γνωστού πολιτικού!!! Τις πέντε πρώτες τάξεις τις έβγαλα στη στάνη, με δάσκαλο κάποιον που ήξερε «μια κλείτσα γράμματα». Λίγη ανάγνωση, γραφή, αριθμητική. Τίποτε άλλο.

Ακολούθησαν οι γυμνασιακές και πανεπιστημιακές μου σπουδές, η δικηγορία και τώρα η Βουλή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: