Ο Μενέλαος Λουντέμης, γεννήθηκε το 1912 στο Χωριό Αγία Κυριακή της Μικρασιατικής Γιάλοβας. Η οικογένεια του ήταν εύπορη αλλά ερχόμενη στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών ξέπεσε απότομα σε κατάσταση έσχατης φτώχιας. Ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά της οικογένειας του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (που στον Εξαπλάτανο έγινε Βαλασιάδης) και της Δόμνας Τσιφλίδη. Ξεριζωμένος από την Μικρασιατική πατρίδα εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στον Εξαπλάτανο της Αριδαίας, μετά από μια σύντομη διαμονή στην Αίγινα και έπειτα στην Έδεσσα. Φοίτησε στο 6τάξιο γυμνάσιο της Έδεσσας από το 1925 μέχρι τον Γενάρη του 1929 οπότε όντας μαθητής της Δ’ τάξης αποσύρθηκε. Μικρός μαθητής 15χρονο γυμνασιόπαιδο, στις καλοκαιρινές διακοπές του σχολείου ανέβαινε τα καλοκαίρια του 1926, 1927 και 1928 στα καλύβια κι έκανε το δάσκαλο άλλοτε στου Καραφυλλιά στην Μπλάτσα κοντά στο παλιό χωριό Πευκωτό-Αριδαίας και άλλοτε στου Χύτα στην Τζένα πάνω από το χωριό Νότια. Οι Σαρακατσαναίοι ακόμα θυμούνται τον δάσκαλο, το κουτσό παλικαράκι. Εκεί γνώρισε τη βουνίσια ζωή τους και εμπνεύστηκε τα διηγήματα της συλλογής «Γλυκοχάραμα» που κυκλοφόρησε τις συννεφιασμένες μέρες της Γερμανικής Κατοχής το 1944. Μαθητές του ήταν τα αδέρφια Γεώργιος, Αντρέας και Δημήτρης παιδιά του Δρόσου Καραφυλλιά από τα Γιαννιτσά.
Η συλλογή περιέχει πέντε διηγήματα. Τα δύο η «Λιέν» και το «Φονικό» είναι άσχετα με τους Σαρακατσαναίους και αναφέρονται το πρώτο στην περιοχή του Βόλου και το δεύτερο παρουσιάζει μια ερωτική ιστορία σ’ ένα χωριό. Τα υπόλοιπα τρία, το ομότιτλο «Γλυκοχάραμα» το «Τσιμπούσι του γέρο Λια» και ο «Πριόβολος» αναφέρονται στη ζωή των Σαρακατσαναίων όπως την έζησε ο ίδιος.
Στο «Γλυκοχάραμα» ο γέρο-Μάιτας είναι ο Μάττας, που έβοσκε τα πρόβατα στο τσελιγκάτο του Πασα-Γιώργη Καραφυλλιά στην Μπλάτσα. Η κόρη του που ήταν πραγματικά φυματική, κλέφτηκε με φυματικό, που είχε βγει στα βουνά για ανάρρωση, και γι αυτό τρελάθηκε ο γέροντας. Η Πόρδο - Πανάγιω είναι η Παναγιώτα Μπιζίκη, ο Μανώλης είναι ο Μανωλής.
Στο «Τσιμπούσι» αναγνωρίζεται ο Δρόσος Καραφυλλιάς και ο τσέλιγκας με τις έξι κόρες είναι ο Στέργιος (Τσάμης) Καραφυλλιάς αδερφός του Πασα-Γιώργη και του Δρόσου. Στον «Πριόβολο» ο συγγραφέας αν και παραλλάσσει με τέχνη τα ονόματα, αναγνωρίζονται ο Θανάσης Μπιδικλής, που είναι ο Θανάσης Μπιζίκης, ο «Βλοιοβαγγέλης» που είναι ο Βαγγέλης Γάκης, ο Ζήσης Πατακιούτης που είναι ο Χύτας και ο Μήτρο-Κεχαγιάς ο φτωχός τσομπάνος, που βρήκε χρήματα και τον αποκαλούσαν έτσι ειρωνικά. Όλοι οι παραπάνω ήταν τσομπαναραίοι ή «σμίκτες» στο τσελιγκάτο του Χύτα στην Τζένα.
Τα παραπάνω στοιχεία, όπως το στέκι των Σαρακατσαναίων, τα βοσκοτόπια, που αναφέρει, τα ονόματα, που σκόπιμα παραλλάσσει και οι ιστορίες, που διαδραματίζονται με σιγουριά μας οδηγούνε να βρούμε τον τόπο, που περιγράφει ο συγγραφέας και είναι τα βουνά της Αλμωπίας (Καρατζόβας) και οι Σαρακατσαναίοι στα χρόνια 1926-29.
Στα ακόλουθα χρόνια, ο Λουντέμης για την επιβίωσή του αφού διέκοψε το γυμνάσιο αναγκάστηκε να δουλέψει σαν λαντζιέρης, λούστρος ψάλτης, υπάλληλος γραφείου και αρχιεργάτης σε τεχνική εταιρεία στα τεχνικά έργα του Γαλλικού ποταμού στον νομό Κιλκίς. Εκεί γύρω στο 1930 εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα «Αγέλαστη Άνοιξη» στο οποίο περιγράφει την ζωή των κατοίκων στα χωριά της περιοχής Γουμένισσας - Αξιούπολης - Πολυκάστρου. Ακολούθως αναφέρεται στην αποξήρανση της λίμνης Αματόβου Αξιούπολης που βρίσκονταν κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού και την οικολογική καταστροφή. Σε ένα διπλανό χωριό κοντά στην λίμνη, το «Ξεχασμένο» όπως το ονομάζει λόγω της κρατικής αδιαφορίας, τον βρίσκει ο Σαρακατσάνος τσέλιγκας Μήτρο - Κεχαγιάς (πρόκειται μάλλον για τον Μήτρο Γουλή από τον οικισμό των Γουλαίων που σήμερα ονομάζεται Νέο Συρράκο) που έψαχνε για δάσκαλο. Με πολύ προσπάθεια τον πείθει να κάνει τον δάσκαλο για όλους τους μήνες του χρόνου και όχι μόνο για τους θερινούς μήνες στο τσελιγκάτο του Καραφυλλιά, στο οποίο πρέπει να πέρασε καλά και γι’ αυτό θέλησε να ξαναπάει.
Το χωριό, όπου έκανε τον δάσκαλο το ονομάζει Αξιοκώμη και προφανώς πρόκειται για το σημερινό Αξιοχώρι που βρίσκεται πάνω σε ένα λόφο και δίπλα στα κτήματα των Γουλαίων (Νέο Συρράκο) και Φλωραίων (Βακούφ). Από τα ονόματα των κατοίκων που αναφέρει (Παγώνης, Μήτρο – Κεχαγιάς, Ζουγράφω, Γιαννακός κ.α.) θα πρέπει να ήταν οικισμός παραχειμαζόντων Σαρακατσαναίων σε ιδιόκτητες-αγορασμένες εκτάσεις βοσκοτόπων.
Στο σχολείο εφαρμόζει νέες παιδαγωγικές μεθόδους (κατάργηση της βέργας, δημιουργία βιβλιοθήκης κ.α.) και κερδίζει την εμπιστοσύνη των μαθητών του. Οι τσελιγκάδες όμως προσκολλημένοι στις παλαιές αντιλήψεις ήθελαν το δάσκαλο με γραβάτα, αυστηρό και με τη βέργα στο χέρι να τον φοβούνται οι μαθητές του. Μηχανεύτηκαν πολλούς τρόπους για να τον διώξουν, μα δεν τα κατάφεραν. Οι τσελιγκάδες όμως δεν ησύχαζαν. Δύο από αυτούς πηγαίνουν στην Θεσσαλονίκη στον «δασκαλοδάσκαλο», όπως ονομάζει τον επιθεωρητή θα λέγαμε σήμερα και ζητούν την αποπομπή του. Αποστέλλονται στο χωριό οι γνωστοί αργότερα για τις «προοδευτικές» τους ιδέες παιδαγωγοί Αλέξανδρος Δελμούζος και Μίλτος Κουντουράς, οι οποίοι αντί να τον αποπέμψουν του δίνουν συγχαρητήρια για το έργο του και τον προτρέπουν να γράφει διαβλέποντας το λογοτεχνικό του ταλέντο.
Στο διάστημα της παραμονής του γνώρισε τα ήθη και τα έθιμα και γενικότερα την ζωή των κατοίκων (μονίμων και Σαρακατσαναίων), τα οποία κατέγραψε στο βιβλίο του όπως για παράδειγμα τα έθιμα του γάμου (φλάμπουρο, τραγούδια κλπ). Στο τέλος του καλοκαιριού παρά την επιμονή των μαθητών και φίλων του να παραμείνει για άλλη μια χρονιά τους αποχαιρέτησε και έφυγε.
Το 1932 έφυγε οριστικά από το χωριό του τον Εξαπλάτανο και με μια βαλίτσα γεμάτη χειρόγραφα, ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα πήγε αρχικά στην Κοζάνη, αργότερα στον Βόλο με κάποιο θεατρικό θίασο και τέλος στην Αθήνα όπου γνωρίζεται με τον καθηγητή της Φιλοσοφικός Σχολής Νικόλαο Βέη, με την μεσολάβηση του οποίου παρακολούθησε σαν ακροατής όλα τα μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών επειδή δεν είχε τα τυπικά προσόντα για την εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο. Σωματικά ήταν αδύναμος, ελαφρά κουτσός με ωραίο πρόσωπο. Ήταν όμως προικισμένος με γνήσιο πολύπλευρο ταλέντο και ισχυρή θέληση. Δούλεψε κάτω από δύσκολες συνθήκες. Γνώρισε διώξεις δυσκολίες, ζωή από παρανομίες, αρρώστιες, δίκη για εσχάτη προδοσία, καταδίκη σε θάνατο και δεκαοκτώ χρόνια αναγκαστικής εξορίας στην Ρουμανία, απ’ όπου νοσταλγούσε πάντα την πατρίδα.
Ο θάνατός του ήταν ξαφνικός και γρήγορος. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 22 Ιανουαρίου του 1977, μόλις ένα χρόνο από την επιστροφή του στην Ελλάδα. Ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Μοναδική απόγονός του είναι η κόρη του Μυρτώ που ζει στην Αθήνα.
Τιμήθηκε με το μέγα βραβείο Πεζογραφίας το 1938 και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Στο Βουκουρέστι όπου έζησε εξόριστος τιμήθηκε με την ανέγερση Λουντέμιου Μεγάρου.
Απόσπασμα απο άρθρο της εφημερίδας «Τα Σαρακατσάνικα Χαιρετήματα» που εκδίδει η Αδελφότητα των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου.
Για συνδρομές και πληροφορίες : Ζήνωνος 30, 3ος όροφος, Τ.Κ. 10437 - τηλ. : 2105240777, φαξ : 2105240109
Γράφει ο Ιωάννης Θ. Κουτσοκώστας υποδιευθυντής ΑΤΕ Γιαννιτσών